- ηλιοσκοπία
- η [ηλιοσκόπος]η επιστημονική παρατήρηση τού ήλιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοσκοπικός — ή, ό [ηλιοσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιοσκοπία … Dictionary of Greek
ηλιοσκόπηση — η η ηλιοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιοσκοπώ. Η λ. στον πληθ. ηλιοσκοπήσεις μαρτυρείται από το 1880 στον Ι. Φ. Σμιτ] … Dictionary of Greek